- ιερόπλαστος
- ἱερόπλαστος, -ον (Α)1. ιερότυπος, ιερόγραφος2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερόπλαστατὰ ιερόγραφα.επίρρ...ἱεροπλάστως (Α)με ιερή απεικόνιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ-πλαστος, χθονό-πλαστος].
Dictionary of Greek. 2013.